Πολύποδας ονομάζεται γενικά κάθε εξωφυτική αλλοίωση οπουδήποτε στο σώμα. Στην περίπτωση του παχέος εντέρου, πρόκειται για αλλοιώσεις ποικίλου μεγέθους. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι πολύποδες που περιγράφονται ως «αδενώματα», καθώς δυνητικά μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο, ανάλογα με το μέγεθός τους και άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι αρκετά συχνοί και υπολογίζεται ότι αφορούν το 30% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών. Κάτι λιγότερο από το 5% των αρχόμενων αδενωμάτων θα εξελιχθεί σε καρκίνο, ενώ η πορεία από αδένωμα με προκαρκινικά χαρακτηριστικά σε καρκίνο διαρκεί περίπου 10-15 χρόνια.

Η κολονοσκόπηση επιτρέπει την ανίχνευση και την αφαίρεση των πολυπόδων κι έτσι υπολογίζεται ότι μειώνει τη συχνότητα του καρκίνου του παχέος εντέρου κατά 40% και τη θνητότητα από τη συγκεκριμένη νόσο κατά 50%.

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου εξελίσσεται για μεγάλο διάστημα χωρίς συμπτώματα και όταν αυτά εμφανίζονται αφορούν κυρίως την παρουσία αίματος στα κόπρανα, πόνους στην κοιλιά, διαταραχές των κενώσεων (διάρροια ή δυσκοιλιότητα που δεν υπήρχαν ποτέ πριν), απώλεια βάρους, καταβολή. Δεδομένου ότι για μεγάλο διάστημα ο καρκίνος του παχέος εντέρου δεν προκαλεί συμπτώματα, καθίσταται σημαντική την αξία του προληπτικού ελέγχου με δυνατότητα ανίχνευσης της νόσου σε πρώιμο στάδιο.

Γενικά, ο προσυμπωματικός έλεγχος πρέπει να ξεκινάει στην ηλικία των 50 ετών, αν και τα τελευταία χρόνια και  κυρίως στις ΗΠΑ, υπάρχει η τάση το ηλικιακό όριο να μετατοπιστεί πιο πριν, ως και τα 45 έτη. Ο προσυμπωματικός έλεγχος ξεκινάει πιο νωρίς σε άτομα στο οικογενειακό περιβάλλον των οποίων υπάρχουν περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου.

Οι διαθέσιμες μέθοδοι για τον προσυμπωματικό έλεγχο είναι:

  • Ανίχνευση αίματος στα κόπρανα (κάθε χρόνο)
  • Ανοσοχημικό τεστ κοπράνων (FIT – κάθε 1-2 χρόνια)
  • Κολονοσκόπηση (κάθε 10 χρόνια)
  • Εικονική (αξονική) κολονοσκόπηση (κάθε 5 χρόνια)

Από πρακτική άποψη οι μη επεμβατικές μέθοδοι είναι προτιμότερες για κάποιους ασθενείς, αλλά απαιτούν συχνή επανάληψη και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανότητα ψευδώς αρνητικού αποτελέσματος. Επιπλέον, δεν επιτρέπουν την ανίχνευση μικρών πολυπόδων και την αφαίρεσή τους. Οι μη-επεμβατικές μέθοδοι δεν ενδείκνυνται στην περίπτωση οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του παχέος εντέρου: σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει πάντα να πραγματοποιείται κολονοσκόπηση.

Δεν υπάρχουν διαπιστωμένοι τρόποι πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου, αλλά μια δίαιτα πλούσια σε φρούτα και λαχανικά, φτωχή σε κόκκινο και επεξεργασμένο κρέας, η διατήρηση σωστού σωματικού βάρους, η συχνή σωματική άσκηση και η αποφυγή καπνίσματος και κατανάλωσης αλκοόλ μειώνουν τον κίνδυνο προσβολής από τη νόσο.