Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (πιο παλιά «σπαστική κολίτιδα») είναι μια από τις πιο συχνές διαταραχές στην πρακτική του γαστρεντερολόγου και υπολογίζεται ότι αφορά στο 10-15% των ενηλίκων, ενώ ένα ποσοστό 3-5% των ασθενών υποφέρουν από πολύ έντονα συμπτώματα με ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις. Αναφέρεται ότι οι γυναίκες πρσβάλλονται πιο συχνά, αλλά από την άλλη πλευρά, απευθύνονται πιο εύκολα σε ειδικό.
Να σημειωθεί ότι το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου δεν προδιαθέτει στην εμφάνιση του καρκίνου του παχέος εντέρου ούτε καμίας άλλης νόσου. Τυπικά οι ασθενείς αναφέρουν κοιλιακό άλγος, κυρίως εντοπιζόμενο στην κατώτερη κοιλία, μετεωρισμό και διαταραχές των κενώσεων με τη μορφή διάρροιας, δυσκοιλιότητας ή εναλλαγής ανάμεσα στα δύο.
Οι αιτίες δεν είναι πλήρως γνωστές, αλλά ίσως πρόκειται για ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως ο μειωμένος ουδός με τον οποίο προσλαμβάνονται τα αλγεινά ερεθίσματα, η αλλαγή της σύστασης της εντερικής χλωρίδας, η διαταραχή της κινητικότητας του παχέος εντέρου ή της σχέσης ανάμεσα στο νευρικό σύστημα του εντέρου και το κεντρικό νευρικό σύστημα. Από την άλλη, αφορμή για την εμφάνιση των συμπτωμάτων μπορεί να είναι μια στρεσογόνος κατάσταση που καθιστά το έντερο πιο ευαίσθητο και προκαλεί διαταραχές της κινητικότητάς του. Άλλοτε πάλι, όλα ξεκινούν μετά από επεισόδιο «διάρροιας των ταξιδιωτών».
Η διάγνωση τίθεται αφού έχουν αποκλειστεί όλες οι οργανικές παθήσεις που μπορεί να αποτελούν αιτία των συμπτωμάτων π.χ. καρκίνος του παχέος εντέρου, ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, μεταβολικά νοσήματα κλπ.
Η αγωγή δεν είναι συγκεκριμένη και προσαρμόζεται ανάλογα με τον τύπο συμπτωμάτων του ασθενούς. Περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο σπασμολυτικά για τον πόνο στην περιοχή της κοιλιάς, υπακτικά αν υπάρχει δυσκοιλιότητα και λοπεραμίδη για τη διάρροια. Σε μερικές περίπτωσεις αποδεικνύεται οφέλιμη η λήψη προβιοτικών για 1 μήνα. Σε πιο δύσκολες περιπτώσεις και όταν τα παραπάνω έχουν αποτύχει, μπορούν να χορηγηθούν μικρές δόσεις αντικαταθλιπτικών, ενώ έχουν μελετηθεί και η ψυχοθεραπεία, η ύπνωση και ο βελονισμός με ποικίλα αποτελέσματα.
Σημαντικό ρόλο παίζει η τροποποίηση της διατροφής, ακόμη κι αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη δυσανεξία. Από μελέτες έχουν αποδειχθεί τα οφέλη της λεγόμενης δίαιτας πτωχής σε FODMAP, αλλά θα πρέπει πάντα να επιχειρείται υπό την επίβλεψη έμπειρου διαιτολόγου.
