Οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΝΕ) είναι αυτοάνοσα νοσήματα και περιλαμβάνουν την ελκώδη κολίτιδα και τη νόσο Crohn, ενώ υπάρχουν και πιο σπάνιες περιπτώσεις, με ανάμικτα χαρακτηριστικά των δύο.
Εμφανίζονται πιο συχνά στις ηλικίες μεταξύ 20-30 ετών, αν και η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί για πρώτη φορά σε οποιαδήποτε ηλικία. Εντοπίζονται κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες, να και τα τελευταία χρόνια η κατανομή τους αλλάζει σημαντικά.
Η παθοφυσιολογία των ΙΦΝΕ είναι πολύπλοκη και μπορούμε να πούμε απλά ότι εμφανίζονται σε άτομα που έχουν την προδιάθεση μετά την επίδραση ορισμένων περιβαλλοντικών παραγόντων, ενώ εμπλέκονται η αλλαγή στην ποιότητα της εντερικής χλωρίδας και η διαταραχή της διαπερατότητας του βλεννογόνου του εντέρου. Υπέρ της γενετικής προδιάθεσης είναι το γεγονός ότι 20-30% των ασθενών με ΙΦΝΕ, έχουν κάποιο μέλος της οικογένειάς τους που έχει ήδη προσβληθεί από τη νόσο. Αντίστοιχα, στις περιπτώσεις των μονοζυγωτικών διδύμων, αν ο ένας έχει τη νόσο ο άλλος έχει πιο αυξημένο κίνδυνο να την εμφανίσει, σε σύγκριση με τους διζυγωτικούς. Από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, το κάπνισμα έχει ξεκάθαρα συσχετισθεί με την εμφάνιση νόσου Crohn.
Η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει αποκλειστικά το παχύ έντερο σε άλλοτε άλλη έκταση. Σε αντίθεση, η νόσος Crohn μπορεί να εντοπιστεί οπουδήποτε από το στόμα μέχρι τον πρωκτό. Οι ασθενείς παρουσιάζουν κατά κύριο λόγο πόνους στην κοιλιά, διάρροιες, συχνά με πρόσμιξη αίματος, ενώ μπορεί να συνυπάρχουν απώλεια βάρους, κόπωση, καταβολή και ναυτία. Στα πλαίσια της νόσου Crohn μπορεί να εμφανιστούν συρίγγια, όπως περιεδρικά (στην περιοχή του πρωκτού), εντερο-εντερικά, εντερο-κυστικά κ.ά. Και οι δύο νόσοι συνδυάζονται αρκετές φορές με «εξωεντερικές εκδηλώσεις», πιο συχνά από το δέρμα, τις αρθρώσεις, τους οφθαλμούς, το ήπαρ και τους νεφρούς.
Η θεραπεία είναι ως επί το πλείστον φαρμακευτική και περιλαμβάνει:
- Τοπικά αντιφλεγμονώδη (κυρίως μεσαλαζίνη), που πλέον χορηγούνται σχεδόν αποκλειστικά σε περιστατικά ελκώδους κολίτιδας και σε ποικίλες μορφές ανάλογα με τη βαρύτητα και τον εντοπισμό της νόσου (από του στόματος, υπόθετα, υποκλυσμοί κλπ.).
- Κορτικοστεροειδή, που χορηγούνται στις εξάρσεις της νόσου και όχι για μεγάλα χρονικά διαστήματα, λόγω των σοβαρών παρενεργειών.
- Ανοσοκατασταλτικά και ανοσοτροποποιητικά φάρμακα, χορηγούμενα από του στόματος, υποδορίως ή ενδοφλέβια.
Σε περιπτώσεις επιπλοκών όπως είναι τα συρίγγια, οι μεγάλες στενώσεις του εντέρου, τα αποστήματα και το λεγόμενο «τοξικό μεγάκολο», ενδείκνυνται η χειρουργική θεραπεία, σε συνδυασμό ή ακολουθούμενη από φαρμακευτική αγωγή.
Η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή αγωγή έχουν επιτρέψει πλέον την ανάκτηση μιας καλής ποιότητας ζωής, ενώ οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας μπορούν να τεκνοποιήσουν με ασφάλεια.
Οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί από ΙΦΝΕ έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου και για αυτό το λόγο θα πρέπει να υποβάλλονται τακτικά σε κολονοσκόπηση, κυρίως από τον όγδοο χρόνο της νόσου και μετά.
