Τα εκκολπώματα γενικά είναι μικρές προεκβολές του βλεννογόνου διαμέσου του τοιχώματος του εκάστοτε οργάνου. Στο παχύ έντερο μπορεί να βρεθούν σε οποιοδήποτε σημείο, αλλά πιο συχνά αναπτύσσονται στο τμήμα που καλείται σιγμοειδές. Ανευρίσκονται πιο συχνά σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα έχει αναφερθεί ότι τα εκκολπώματα εμφανίζονται κυρίως σε άτομα που παρουσιάζουν δυσκοιλιότητα, αλλά ο συσχετισμός αυτός δεν έχει αποδειχθεί.
Τα εκκολπώματα στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων δεν προκαλούν συμπτώματα και αποτελούν τυχαίο εύρημα κατά τη διενέργεια κολονοσκόπησης για οποιαδήποτε αιτία. Μπορούν όμως να επιπλακούν με αιμορραγία συχνά πολύ εντυπωσιακή ή με φλεγμονή που ονομάζεται εκκολπωματίτιδα. Η τελευταία αντιμετώπιζεται με αντιβίωση και δίαιτα φτωχή σε άπεπτες ίνες, αλλά όταν υποτροπιάζει στο ίδιο σημείο απαιτείται χειρουργική αφαίρεση του τμήματος του παχέος εντέρου που φλεγμαίνει (π.χ. σιγμοειδεκτομή αν πρόκειται για το σιγμοειδές). Οι επιπλοκές αφορούν περίπου στο 20% των ατόμων που έχουν εκκολπώματα του παχέος εντέρου.
Συχνά αποδίδονται στην παρουσία εκκολπωμάτων συμπτώματα, όπως πόνος χαμηλά στην κοιλιακή χώρα και διαταραχές των κενώσεων, που ταυτόχρονα όμως εντάσσονται στο πλαίσιο συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, το οποίο με τη σειρά του απλά συνυπάρχει με εκκολπώματα.
Σε ασθενείς που προσβλήθηκαν από εκκολπωματίτιδα και που δεν έχουν κάνει πρόσφατα κολονοσκόπηση, πρέπει να πραγματοποιείται μία για τον αποκλεισμό καρκίνου, σε χρονικό διάστημα περίπου 6 εβδομάδων μετά το οξύ επεισόδιο.
